- ἐπικαθήμενον
- ἐπί-κάθημαιto be seatedperf part mid masc acc sgἐπί-κάθημαιto be seatedperf part mid neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικάθημαι — (AM ἐπικάθημαι) [κάθημαι] κάθομαι πάνω σε κάτι («γλαῦξ αὐτῇ ἐπικαθῆσθαι», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βαραίνω πάνω σε κάτι, πιέζω, καταπιέζω αρχ. 1. κάθομαι βαρύς κάπου, συνθλίβω 2. (για πόλη) είμαι χτισμένη, κείμαι 3. (απολ.) επωάζω, κλωσσώ 4. (για… … Dictionary of Greek
ερυσιβώ — (I) ἐρυσιβῶ, άω (AM) [ερυσίβη] πάσχω από ερυσίβη («τῶν δ’ ὀσπρίων μάλιστα ἐρυσιβᾷ κύαμος», Θεόφρ.). (II) ἐρυσιβῶ, όω (AM) [ερυσίβη] 1. προσβάλλω φυτό με ερυσίβη («ὅπως μὴ ἐπικαθήμενον ὕδωρ ἐπιλαβών ὁ ἤλιος ἐρυσιβώση», Θεόφρ.) 2. μέσ. ἐρυσιβοῡμαι… … Dictionary of Greek